- κύλισμα
- το (AM κύλισμα) [κυλίνδω]το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλισηνεοελλ.φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως τής μιτροειδούςνεοελλ.-μσν.1. πέρασμα τού χρόνου2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια τής τύχης3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικήςμσν.-αρχ.το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα*αρχ.ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.